αστέφανος

αστέφανος
-η, -ο (Α ἀστέφανος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει φορέσει στεφάνι, ο άγαμος
2. (για βαρέλι) εκείνο που δεν έχει στερεωθεί με στεφάνι από μέταλλο
αρχ.
αυτός που δεν κέρδισε το στεφάνι της νίκης, ο ηττημένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀστεφανώτατος — ἀστέφανος without crown masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεφάνους — ἀστέφανος without crown masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστέφανοι — ἀστέφανος without crown masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστεφος — ἄστεφος, ον (Α) ο αστέφανος* …   Dictionary of Greek

  • αστεφής — ἀστεφής, ές (Α) ο αστέφανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στεφής < στέφος («στεφάνι») < στέφω] …   Dictionary of Greek

  • κἀστέφανοι — ἀστέφανοι , ἀστέφανος without crown masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”