- αστέφανος
- -η, -ο (Α ἀστέφανος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που δεν έχει φορέσει στεφάνι, ο άγαμος2. (για βαρέλι) εκείνο που δεν έχει στερεωθεί με στεφάνι από μέταλλοαρχ.αυτός που δεν κέρδισε το στεφάνι της νίκης, ο ηττημένος.
Dictionary of Greek. 2013.